- λιάζειν
- λιάζωpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЛИТУУС — • Lituus, (по К. О. Миллеру, вероятно, слово этрусское кривой, может быть, сродно с λίαζειν гнуть): 1. кривой посох авгуров (Liv. 1, 18), которым они очерчивали круг в воздухе для своих наблюдений (templum) за полетом птиц и… … Реальный словарь классических древностей
λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ … Dictionary of Greek